μέλπηθρα

μέλπηθρα
μέλπηθρα
means of playing
neut nom/voc/acc pl
μέλπηθρον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέλπηθρα — μέλπηθρα, τὰ (Α) 1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῑνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» +… …   Dictionary of Greek

  • μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”